ἐπισφραγίζομαι

ἐπισφραγίζομαι
ἐπισφραγίζω
put a seal on
pres ind mp 1st sg
ἐπισφρᾱγίζομαι , ἐπισφραγίζω
put a seal on
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επισφραγίζομαι — επισφραγίζομαι, επισφραγίστηκα, επισφραγισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επισφραγίζω — (AM ἐπισφραγίζω) 1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία) 2. ολοκληρώνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”